- πικραντικός
- πικρ-αντικός, ή, όν,A disposed to bitterness. Adv.
-κῶς, διατίθεσθαι S.E.M.7.367
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς, διατίθεσθαι S.E.M.7.367
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πικραντικός — ή, όν, Α [πικραίνω] αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται. επίρρ... πικραντικῶς φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται … Dictionary of Greek
πικραντικός — ή, ό αυτός που μπορεί να κάνει κάτι πικρό ή να προκαλέσει λύπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικραντικῶς — πικραντικός disposed to bitterness. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)